Βαβυλωνιακά

Βαβυλωνιακά
Βαβυλωνιακός
Babylon
neut nom/voc/acc pl
Βαβυλωνιακά̱ , Βαβυλωνιακός
Babylon
fem nom/voc/acc dual
Βαβυλωνιακά̱ , Βαβυλωνιακός
Babylon
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Iamblichos (Romanautor) — Iamblichos (griechisch Ἰάμβλιχος; * nach 100 in Syrien) war ein griechischer Romanautor des 2. Jahrhunderts. Iamblichos wurde in Syrien geboren und von einem babylonischen Sklaven erzogen. Neben seiner Muttersprache Aramäisch erlernte er das …   Deutsch Wikipedia

  • Liste antiker Romane — Die folgende Liste erfasst sogenannte antike Romane, d. h. erzählende, romanartige Werke der griechischen und lateinischen Schriftsteller der Antike. Da die byzantinische Literatur weitgehend in der antiken Tradition steht, werden auch Werke… …   Deutsch Wikipedia

  • Вавилоника — (Вавилонская повесть, др. греч. Βαβυλωνιακὰ)  роман Ямвлиха, написанный в третьей четверти II века. Как и роман Антония Диогена, он известен по пересказу патриарха Фотия и по незначительным отрывкам, сохранённым в словаре Суды. Всего… …   Википедия

  • Вавилонская повесть — Вавилоника (Вавилонская повесть, др. греч. Βαβυλωνιακὰ) роман Ямвлиха, написанный в третьей четверти II века. Как и роман Антония Диогена, он известен по пересказу патриарха Фотия и по незначительным отрывкам, сохранённым в словаре Суды. Всего… …   Википедия

  • ASTROLOGI seu Chaldaei Assyriis — quales Aegyptiis Sacerdotes Clemens, l. 1. Strom. ubi de Astrica Philosophia ac Fatidica: Προέςτησαν δὲ αὐτῆς Αἰγυπτίων δὲ οἱ προφῆται, καὶ Α᾿ςςυρίων οἱ Χαλδαῖοι καὶ Γαλατῶν οἱ Δρυίδαι. Quâ arte Berosus inprimis claruit. Plin. l. 7. c. 37.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βαβυλωνιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Βαβυλώνα ή στη Βαβυλωνία νεοελλ. 1. (για κατασκευές ή οικοδομήματα) γιγαντιαίος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Βαβυλωνιακή η ακκαδική διάλεκτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὰ Βαβυλωνιακά ελληνιστικό μυθιστόρημα του Ιαμβλίχου… …   Dictionary of Greek

  • Βαβυλώνα — (Μπαμπ ίλι ασσυρο βαβυλωνιακά, Κα ντιγκίρρα [πύλη του Θεού] σουμερικά, Βαβέλ εβραϊκά). Πρωτεύουσα της αρχαίας Βαβυλωνίας. Τα ερείπιά της βρίσκονται κοντά στη σημερινή πόλη Αλ Χίλα (268.834 κάτ.), πρωτεύουσα της επαρχίας Μπαμπίλ (Βαβυλώνα) (5.603… …   Dictionary of Greek

  • Βηρωσσός — (3ος αι. π.Χ.).Βαβυλώνιος ιερέας του θεού Βήλου και ιστορικός. Ο Β. έγραψε στα ελληνικά την ιστορία της πατρίδας του με τίτλο Βαβυλωνιακά, έργο αφιερωμένο στον βασιλιά της Συρίας Αντίοχο Α’ τον Σωτήρα (281 261 π.Χ.). Το έργο, εκτός από τις… …   Dictionary of Greek

  • ζωδιακός κύκλος — (Αστρον.). Ζώνη της ουράνιας σφαίρας, πλάτους 18° (9° από κάθε πλευρά της εκλειπτικής,) στην οποία περιλαμβάνονται οι δώδεκα ζωδιακοί αστερισμοί. Προς το κέντρο της ζώνης αυτής ο Ήλιος διαγράφει τη φαινομενική του κίνηση και μέσα σε αυτήν… …   Dictionary of Greek

  • Ιάμβλιχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μυθιστοριογράφος (2ος αι. μ.Χ.). Γεννήθηκε στη Συρία και έγραψε τα Βαβυλωνιακά, σε 29 βιβλία, τα οποία περιγράφουν τις ερωτικές περιπέτειες του Ροδάνη και της Σινωνίδας, την οποία ερωτεύτηκε ο βασιλιάς της Βαβυλωνίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”